- ἐκπέττει
- ἐκπέσσωcook thoroughlypres ind mp 2nd sg (attic)ἐκπέσσωcook thoroughlypres ind act 3rd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελειογονώ — και τελεογονῶ, έω, ΜΑ [τελειογόνος] (για φυτά) παράγω τέλειους καρπούς, δένω τον καρπό μου (α. «ἀνθέων πρὶν τελειογονῆσας διαρρεόντων», Ευσ. β. «ἡ μηλέα τελεογονεῑ καὶ εκπέττει», Θεόφρ.) αρχ. μέσ. τελειογονοῡμαι, έομαι γεννιέμαι τέλειος,… … Dictionary of Greek